Μποτίλια
Τα δέντρα που επάνω τους χαράζαμε καρδιές τώρα αδέσποτα σκυλιά τα κατουράνε και ο καημός -πια- δεν περνά με τσικουδιές μα ούτε κι οι μπίρες που έχω πιει με βοηθάνε… Πιάνομαι -τύφλα- απ’ τους κορμούς μην πέσω κάτω στέλνοντας μούντζες στο δικό σου το μπαλκόνι Κι ένα κανίς το ‘βαλε πείσμα (ανάθεμά το) να μου χαλάσει το καλό μου παντελόνι Μα εσύ αδιάφορη δε στέλνεις ένα νεύμα Και τα παράθυρα συνέχεια κλειδωμένα. Σβηστά τα φώτα… (δεν αξίζω λίγο ρεύμα; ) Κάποτε ήμουνα εγώ το φως για σένα Χαλάλι σου όλα! Τα χαμένα βήματά μου, οι ωραίες τούμπες που ‘χω φάει απ’ το μεθύσι τα λερωμένα μου τα ρούχα, τα άπλυτά μου και τα σκυλιά που έχουν στο διάβα μου γαβγίσει Δικά σου όλα! Όλα εκτός απ’ τη μποτίλια που κάθε βράδι -δολοφόνος της ανίας- με αλκοόλ καίει φριχτά τα δυο μου χείλια ή τα δροσίζει. Είναι θέμα ερμηνείας…