Θα φύγω –όπως πάντα- από το γραφείο θα πάω ποδαρόδρομο στο σπίτι Εκεί, θα βάλω στο κεφάλι ένα λοφίο και με χοντρή –σα μελιτζάνα- (μου) τη μύτη θα βγω στους δρόμους με μπατζάκια σηκωμένα στο ένα πέλμα σαγιονάρα, στο άλλο μπότα θα είναι τα βήματά μου τόσο ηλεκτρισμένα που όπου πατώ θα ανάβουν από πάνω φώτα Βιβλίο η πόλη ανοιχτό και θα πηγαίνω προτάσεις φτιάχνοντας για μια ιστορία πλήξης και ας μην ξέρω και ας μην καταλαβαίνω γραμματικές, συντακτικά, σημεία στίξης… Και θα μιλά η ιστορία –όχι για μένα- αλλά για εκείνον που σχολνά απ’ το γραφείο και βγαίνει έξω με μπατζάκια σηκωμένα και με ολόρθο στο κεφάλι του λοφίο Και πάει στο δρόμο με ποδάρια ηλεκτρισμένα κι όπου πατά ανάβουν από πάνω φώτα κι αφήνει χνάρια πίσω αχνά και μπερδεμένα το ένα ίχνος σαγιονάρα το άλλο μπότα Και πάει και γράφει μες στης πόλης το βιβλίο προτάσεις φτιάχνει μες σε μια ιστορία πλήξης κι είναι φτυστός με καπετάνιο σε ένα πλοίο που όλο μπερδεύει της πυξίδας τις ενδείξεις…